- ἀστάτους
- ἄστατοιhastatimasc acc plἄστατοςnever standing stillmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁστάτους — ἀστάτους , ἄστατοι hastati masc acc pl ἀστάτους , ἄστατος never standing still masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξελίσσω — Α 1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον 2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek